- σουνιέρακος
- ὁ, Α(ως παρωδία τού σουνιάρατος) το γεράκι τού Σουνίου («ὦ Σουνιέρακε, χαῑρ' ἄναξ Πελαργικέ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + ἱέραξ, -ακος «γεράκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σουνιέρακε — Σουνιέρᾱκε , Σουνιέρακος worshipped at Sunium masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)